- πρεσβεύτειρα
- πρεσβ-εύτειρα, ἡ, prop. fem. of πρεσβευτής, only metaph., ὀσμὴ π., of the scent of hounds, Opp.C.1.464.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρεσβεύτειρα — η, Α βλ. πρεσβευτής … Dictionary of Greek
πρεσβεύτειραν — πρεσβεύτειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτής — ο, ΝΑ, και κρητ. τ. πρεγγευτάς και πρεγγευτής και πρειγευτάς και πρειγευτής και πρεισγευτάς και πρεσγευτάς, θηλ. πρεσβεύτειρα, Α πρόσωπο που αναλαμβάνει το καθήκον να εκπροσωπήσει ένα κράτος σε άλλο κράτος, να διεξάγει διαπραγματεύσεις και να… … Dictionary of Greek